- επιταγμένος
- -η, -ο(μτχ. παθ. πρκ. του επιτάσσω), που έχει επιταχτεί, που του έχει γίνει επίταξη, ο επίτακτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιτάσσομαι — επιτάσσομαι, επιτάχθηκα και επιτάχτηκα, επιταγμένος βλ. πίν. 28 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επίτακτος — η, ο που επιτάχτηκε, ο επιταγμένος, που του έγινε επίταξη σε ώρα πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιτάσσω — επίταξα, επιτάχτηκα, επιταγμένος, μτβ. 1. διατάζω, προστάζω, επιβάλλω, ορίζω. 2. κάνω επίταξη (βλ. λ.) ιδιοκτησίας, κάνω κατάσχεση (ή δέσμευση), δεσμεύω: Επιτάχτηκαν οι αποθήκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)